εικοσαήμερος, -η

εικοσαήμερος, -η
-ο
1. που έχει διάρκεια είκοσι ημερών: Πήρε εικοσαήμερη άδεια.
2. το ουδ. ως ουσ., εικοσαήμερο, το χρονικό διάστημα είκοσι ημερών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”